- μεσαπηλιώτης
- ο мор. ост-норд-ост (ветер)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσαπηλιώτης — ο ναυτ. άνεμος που πνέει από κατεύθυνση μεταξύ τού Μέση και τού Απηλιώτη, δηλ. μεταξύ τού βορειοανατολικού και τού ανατολικού ανέμου, αλλ. γραιγολεβάντες … Dictionary of Greek
γραιγολεβάντες — και ντης, ο μεσαπηλιώτης άνεμος (μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού) … Dictionary of Greek