μεσαπηλιώτης

μεσαπηλιώτης
ο мор. ост-норд-ост (ветер)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεσαπηλιώτης" в других словарях:

  • μεσαπηλιώτης — ο ναυτ. άνεμος που πνέει από κατεύθυνση μεταξύ τού Μέση και τού Απηλιώτη, δηλ. μεταξύ τού βορειοανατολικού και τού ανατολικού ανέμου, αλλ. γραιγολεβάντες …   Dictionary of Greek

  • γραιγολεβάντες — και ντης, ο μεσαπηλιώτης άνεμος (μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»